- Ἀραβίοις
- ἈράβιοςArabiamasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀραβίοις — ἀραβέω rattle pres opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύγδος — λύγδος, ἡ (Α) λευκό μάρμαρο, λευκή, στιλπνή πέτρα («διόπερ οὔτε ἡ Παρία λύγδος, οὔτ ἄλλη θαυμαζομένη πέτρα τοῑς Ἀραβίοις λίθοις ἐξισωθῆναι δύναται», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει κατάλ. δος (πρβλ. μόλυβ δος, κίβ δος) και συνδέεται… … Dictionary of Greek